συστάδην

συστάδην
επίρρ. :

εκ τού συστάδην — в непосредственной близости;

μάχη εκ τού συστάδην — рукопашный бой


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συστάδην" в других словарях:

  • συστάδην — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστάδην — ΝΑ επίρρ. νεοελλ. φρ. «εκ τού συστάδην» από κοντά αρχ. συσταδόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συστα τού συνίσταμαι (πρβλ. παθ. μέλλ. συστα θήσομαι) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. μίγ δην, στα δην)] …   Dictionary of Greek

  • κατασυστάδην — (Α) επίρρ. συστάδην*, ενώπιον, πρόσωπο με πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + συστάδην «πλησίον, ενώπιον»] …   Dictionary of Greek

  • αγχέμαχος — η, ο (Α ἀγχέμαχος, ον) (για όπλα) αυτός που χρησιμοποιείται για μάχες εκ τού συστάδην (σώμα προς σώμα) αρχ. αυτός που μάχεται εκ τού πλησίον, από κοντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + μάχη. ΠΑΡ. μσν. ἀγχεσίμαχος] …   Dictionary of Greek

  • ακροβολίζομαι — (Α ἀκροβολίζομαι) [ἀκρόβολος] νεοελλ. (Στρατ.) 1. αναπτύσσομαι σε αραιή τάξη ή φάλαγγα (βλ. ακροβολισμός) 2. ανταλλάσσω με τον εχθρό δοκιμαστικούς και αραιούς πυροβολισμούς προτού εμπλακώ σε κανονική μάχη, αψιμαχώ αρχ. 1. μάχομαι από μακριά,… …   Dictionary of Greek

  • αντιστάδην — ἀντιστάδην επίρρ. (Μ) συστάδην, σώμα με σώμα …   Dictionary of Greek

  • αυτοσταδίη — αὐτοσταδίη, η (Α) μάχη «εκ του συστάδην», όπου ο μαχητής κρατάει σταθερά τη θέση του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + επίθ. στάδιος «αυτός που στέκεται σταθερά, ο ακίνητος, ο άκαμπτος»] …   Dictionary of Greek

  • αυτοσχέδιος — α, ο (AM αὐτοσχέδιος, α, ον και ος, ον) αυτός που γίνεται χωρίς προετοιμασία, πρόχειρος αρχ. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) αὐτοσχεδίῃ (για μάχη) «εκ του συστάδην», σώμα με σώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αυτοσχεδόν < αυτο + σχεδόν] …   Dictionary of Greek

  • αυτοσχεδόν — επίρρ. (Α) 1. «εκ του συστάδην», από κοντά 2. αμέσως, ευθύς αμέσως …   Dictionary of Greek

  • βιαιομαχώ — βιαιομαχῶ ( έω) (Α) [βιαιομάχος] μάχομαι εξ επαφής, εκ του συστάδην …   Dictionary of Greek

  • εκ — και (πριν από φωνήεν) εξ και (σε σύνθεση) ξε (AM ἐκ, ἐξ) πρόθεση που συντάσσεται με γενική και ισοδυναμεί με την από + αιτιατική ο πλήρης τύπος τής πρόθεσης είναι εκ(ς), το ς μεταξύ δύο φωνηέντων αποβάλλεται σε σύνθεση και πριν από τα γράμματα β …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»